ἀλκυόνειος

ἀλκυόνειος
ἀλκυόνειος
of the
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλκυόνειος — ἀλκυόνειος, α, ον (Α) [ἀλκυών] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αλκυόνα ή μοιάζει με αυτήν 2. φρ. «ἀλκυόνειαι ἡμέραι», οι αλκυονίδες* …   Dictionary of Greek

  • ἀλκυόνειον — bastard sponge neut nom/voc/acc sg ἀλκυόνειος of the masc acc sg ἀλκυόνειος of the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλκυόνα — και αλκυόνη, η (Α ἁλκυών, όνος) κάθε πουλί τής οικογένειας Alcedinidae (οικογένειας στην οποία ανήκει και το πουλί που είναι γνωστό στην Ελλάδα με την κοινή ονομασία ψαροφάγος) αρχ. μυθικό πτηνό που ταυτίστηκε με τον ψαροφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι …   Dictionary of Greek

  • ἀλκυονείου — ἀλκυόνειον bastard sponge neut gen sg ἀλκυόνειος of the masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκυόνεια — ἀλκυόνειον bastard sponge neut nom/voc/acc pl ἀλκυόνειος of the neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”